πασέτα

πασέτα
η
τυχερό παιχνίδι που παίζεται με 52 παιγνιόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassetta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σότο — και σόττο Ν επίρρ. 1. κάτω, από κάτω 2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση 3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή β) «σότο βέντο» ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα γ) «σότο παλάνγκο» ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης τού φορτίου είναι …   Dictionary of Greek

  • σότος — και σόττος, ο, Ν [σότ(τ)ο] φρ. «ήρθα σότος» λέγεται όταν κάποιος κερδίζει στην πασέτα, είδος παιχνιδιού με τράπουλα, ή γενικά όταν ευνοείται από την τύχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”